- Γενεύη
- η г. Женева
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Γενεύη — (γαλλ. Genéve, ιταλ. Ginevra, γερμ. Genf). Πόλη (175.000 κάτ. το 2000) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (282 τ. χλμ., 408.800 κάτ. το 2000). Βρίσκεται κοντά στα γαλλικά σύνορα, στο νοτιοδυτικό άκρο της ομώνυμης λίμνης. Τον… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Καλβίνος — (Calvinus, Νουαγιόν, Πικαρδία 1509 – Γενεύη 1564). Εκλατινισμένο όνομα του Γάλλου θεολόγου της Μεταρρύθμισης Ζαν Κοβέν (Jean Cauvin). Υπήρξε ο ιδρυτής της διδασκαλίας του καλβινισμού, στην οποία έδωσε το όνομά του. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία … Dictionary of Greek
ΓΚΑΤ — (GATT). Συντομογραφία του General Agreement on Tariffs and Trade (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου). Στη συμφωνία αυτή, την οποία συνυπέγραψαν στη Γενεύη στις 30 Οκτωβρίου 1947 είκοσι τρεις χώρες και άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου… … Dictionary of Greek
Ζακ Νταλκρόζ, Εμίλ — (Émile Jacques Dalcroze, Βιέννη 1865 – Γενεύη 1950). Ελβετός συνθέτης και παιδαγωγός. Μετά τις πανεπιστημιακές του σπουδές στη Γενεύη σπούδασε μουσική στο Παρίσι και στη Βιέννη. Έπειτα επέστρεψε στη Γενεύη όπου δίδαξε αρμονία στο ωδείο της πόλης … Dictionary of Greek
Κλαπαρέντ, Εντουάρ — I (Edouard Claparède, 1832 – 1870). Ελβετός φυσιοδίφης. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και ιατρική στο Βερολίνο, όπου και ασχολήθηκε με τη μελέτη των εγχυματικών οργανισμών. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας στη Γενεύη και, την… … Dictionary of Greek
Σισμοντί, Ζαν-Σαρλ-Λεονάρ Σιμόντ ντε- — (Si smondi). Ελβετός οικονομολόγος και ιστορικός (Γενεύη 1773 1842). Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας στη Γενεύη (1793), η οικογένεια του Σ. αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Τοσκάνη, όπου αγόρασε κτήματα. Ο Σ. όμως ξαναγύρισε έπειτα από λίγο στη… … Dictionary of Greek
Αμιέλ, Ανρί Φρεντερίκ — (Henri Frédéric Amiel, Γενεύη 1821 – 1881). Ελβετός γαλλόφωνος συγγραφέας. Αφού έζησε μερικά χρόνια στο εξωτερικό (Ιταλία, Γερμανία), ξαναγύρισε στη Γενεύη όπου το 1849 έγινε καθηγητής της αισθητικής και το 1854 καθηγητής της φιλοσοφίας στο… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… … Dictionary of Greek
Μπλοχ, Έρνεστ — (Ernest Bloch, Γενεύη 1888 – Πόρτλαντ ΗΠΑ 1959). Ελβετός συνθέτης, εβραϊκής καταγωγής. Άρχισε να συνθέτει από νεαρός και σε ηλικία δεκαπέντε ετών έγραψε μια Συμφωνία της Ανατολής. Τα σπουδαιότερα έργα της νεανικής του περιόδου είναι το συμφωνικό… … Dictionary of Greek